- μόχλευση
- [-ις (-εως)] η перемещение с помощью рычага
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μόχλευση — η (Α μόχλευσις) [μοχλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλού νεοελλ. μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωση αρχ. ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση … Dictionary of Greek
μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… … Dictionary of Greek
μοχλεία — και μοχλία ἡ (Α) [μοχλεύω] 1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση 2. η χρήση πιεστήρων … Dictionary of Greek
μοχλευτικός — μοχλευτικός, ή, όν (Α) [μοχλευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόχλευση … Dictionary of Greek